μαρκαλώ

μαρκαλώ
μαρκαλώ και μαρκαλίζω μαρκάλισα, μαρκαλισμένος (για αιγοπρόβατα), έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, βατεύω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάρκαλος — ο η εποχή τού γενετήσιου οργασμού τών ζώων και ιδίως τών αιγοπροβάτων, η περίοδος τού μαρκαλίσματος, τής γονιμοποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από αμάρτυρο *μαρκαλώ (πρβλ. αντίλαλος < αντιλαλῶ] …   Dictionary of Greek

  • μαρκαλίζω — και μαρκαλώ (για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr kal «παίρνω άλογο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”